λαοθάλασσα

λαοθάλασσα
η
μεγάλη και μαζική συγκέντρωση λαού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • ανθρωποθάλασσα — η λαοθάλασσα, πλήθος ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + θάλασσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποπλημμύρα — η ανθρωποθάλασσα, λαοθάλασσα, κοσμοπλημμύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + πλημμύρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… …   Dictionary of Greek

  • λαοπλημμύρα — η λαοθάλασσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”